Επί μια 25ετία, μια από τις βασικές θέσεις της ενδεκάδας του Παναιτωλικού μας ήταν «κατειλημμένη» από το επώνυμο Μπάθας.
Από τον Βασίλη Σταρακά, παλαίμαχο ποδοσφαιριστή του Παναιτωλικού
Από το ξεκίνημα της δεκαετίας του 1950 – μέχρι το 1963 που σταμάτησε – η ομάδα μας ευτύχισε να έχει στην επιθετική της γραμμή έναν βιρτουόζο της μπάλας και συνάμα έναν σουτέρ πραγματικό «βομβαρδιστή» που «μαζί με τον Βασίλη Ρόκο και τον Γιώργο Παπαδόπουλο (Γάλλο) αποτελούσαν θανατηφόρο επιθετική τριάδα» όπως δηλώνει ο μεγάλος Βασίλης Μήτσου. Αναφέρομαι βέβαια -για τους μεγάλους σε ηλικία φιλάθλους που σίγουρα συμφωνούν – στον αξέχαστο Χρήστο (Τάκη) Μπάθα. «Ήταν ένας ζωγράφος. Ένας «Μότσαρτ» του ποδοσφαίρου. Αυτός μας έμαθε μπάλα» συνεχίζει ο «Μαγυάρος» Μήτσου.
Από αριστερά: Βασίλης Σταρακάς, Νίκος Μπαϊρακτάρης – προπονητής, Δημήτρης Μπάθας
Όταν σταμάτησε λοιπόν ο Τάκης Μπάθας ένας άλλος με το ίδιο επώνυμο, ένας πραγματικός πολέμαρχος -μικρός σε ηλικία – με χαλύβδινη όμως ψυχή μπήκε στην ομάδα και «καπάρωσε» μια θέρη αμυντικού για μια δεκαπενταετία περίπου με το ταλέντο, τον τσαμπουκά και την αξία του. Αυτόν τιμά σήμερα η στήλη. Δημήτρης (Μήτσος) Μπάθας με το ψευδώνυμο «Γκαούρ» – ο κολλητός του Ταρζάν – το οποίο ψευδώνυμο «έσερνε» από τις αλάνες ακόμη όπου διακρίνονταν για την ευψυχία του. Ο Μήτσος και ο Τάκης Μπάθας δεν είχαν καμιά συγγένεια. Τους ένωνε μόνο απλή συνωνυμία. Αξίζει να αναφέρω ότι υπήρξαν συμπαίκτες για πολλά επίσημα και φιλικά παιχνίδια.
Με τον Μήτσο γνωριζόμαστε από τα «χωράφια» ακόμη όπου παίζαμε αντίπαλοι -με την ομάδα της γειτονιάς μας – βάζοντας «στοιχήματα» και ως εκ τούτου οι αγώνες είχαν λίγα νεύρα παραπάνω. Κατά διαστήματα τα είχαμε «χαλασμένα» αλλά όταν ο Ιταλός προπονητής Λουίτζι Ροσελίνι μας διάλεξε για τα τσικό -13 ετών – και μαζί με τον Θεόφιλο Ντόκα, ορκιστήκανε αιώνια φιλία, γιατί όπως είπε ο Μήτσος «τα παλιά πρέπει να τα ξεχάσουμε τώρα, είμαστε κάτω από την ίδια σημαία».
Ο Δημήτρης Μπάθας και ο Βασίλης Σταρακάς παρακολουθούν τον αγώνα Φωκικός – Παναιτωλικός.
Την εποχή αυτή ο Δημητράκης – έτσι τον φώναζε ο Λουίτζι – είναι ένας χαρισματικός νέος με ωραίο αθλητικό κορμί, πλούσια μαλλιά, κανονικό ανάστημα, με λίγα λόγια ένας εκκολαπτόμενος ζεν-πρεμιέ. Από αγωνιστικής απόψεως, ένα παιδί με πολύ δυνατά πόδια, χαμηλό κέντρο βάρους, σκληροτράχηλος, αλλά με καλή τεχνική κατάρτιση. (Στην πρώτη ομάδα και για αρκετούς αγώνες αγωνίστηκε ως επιθετικός).
Το πρώτο επίσημο παιγνίδι του ήταν την περίοδο 1961-62, στο Αγρίνιο, σε ένα αγώνα σταθμό του Παναιτωλικού μας με αντίπαλο τον πανίσχυρο -τότε- Ολυμπιακό Χαλκίδας. Σε ένα κατάμεστο από φιλάθλους γήπεδο που δημιούργησαν μια κολασμένη ατμόσφαιρα – κάτι που συνεχίζεται ακόμη και στις μέρες μας- ο προπονητής μας Βασίλης Κοσκινάς αναθέτει τη θέση του έξω αριστερά στον πολλά υποσχόμενο μαθητή της 6ης γυμνασίου, σήμερα 1ης Λυκείου, Μήτσο Μπάθα. Αυτός, χωρίς να λυγίσει από το βάρος της ευθύνης, την πύρινη ατμόσφαιρα, το ξαφνικό σοκ να είσαι συμπαίκτης των Μπαρχαμπά, Μήτσου, Γάλλου, Κουτσογιάννη κ.λπ., μπήκε στον αγωνιστικό χώρο – στο ντεμπούτο του – με θάρρος και αυτοπεποίθηση – μπορώ να πω και με θράσος.
Ο αγώνας ξεκίνησε με νεύρα, φανατισμό, με σκόπιμα και επικίνδυνα χτυπήματα – από τους αντιπάλους. Στα πρώτα 10 λεπτά του αγώνος ο Μήτσος δέχεται τέτοιο βάναυσο και αντιαθλητικό μαρκάρισμα που σηκώθηκε στον αέρα και «προσγειώθηκε» στο συρματόπλεγμα – από την πλευρά που είναι σήμερα ο πάγκος των φιλοξενουμένων. (Οι φίλαθλοι παραλίγο να σπάσουν να κιγκλιδώματα και να μπουν στον αγωνιστικό χώρο, οι δε διαμαρτυρίες τους στρέφονταν όχι τόσο εναντίον του δράστη, όσο για την «ένοχη» ανοχή του διαιτητή (Ρηγόπουλος).
Μια συντροφιά παλαιμάχων. Από αριστερά: Σκαμπαρδώνης, Τσάμης, Ντόκας, Μπάθας, Σταρακάς, Τάκος, Παπαποστόλου
Μετά από κάποια καθυστέρηση, ο Μπάθας συνέχισε τον αγώνα, αλλά με δεμένη την σπασμένη αριστερή ωμοπλάτη του. Άραξε στην πλάγια γραμμή -όπως του είπαν από τον πάγκο – μήπως απασχολήσεις κάποιον αμυντικό – και «ωσεί παρόν», μέσα σε αφόρητους πόνους περίμενε τη λύτρωσή του με το σφύριγμα της λήξης (τότε, δεν υπήρχαν ακόμη αλλαγές).
Στα αποδυτήρια κατά τη διάρκεια του ημιχρόνου του κάνανε μια παυσίπονη ένεση και αντί να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο τον αφήσανε να συνεχίσει και στο δεύτερο ημίχρονο παρ’ όλους τους πόνους που ένιωθε. Στο 65ο λεπτό η Χαλκίδα προηγείται με γκολ από καταφανέστατη θέση οφσάιντ. Οι φίλαθλοι δεν άντεξαν άλλο, έσπασαν τα κιγκλιδώματα και κυνήγησαν τον διαιτητή, ο οποίος σώθηκε από βέβαιο λιντσάρισμα (τί Ράμμος και κομμένο αφτί.. Εδώ μιλάμε για πρωτοφανή επεισόδια αστυνομίας – φιλάθλων μέχρι τη νύχτα). Υπήρξαν πολλοί τραυματισμοί με σοβαρότερα του Διοικητή της Αστυνομίας που πήγε να χάσει τη ζωή του από σοβαρό τραύμα στο κεφάλι (φυσικά ο Παναιτωλικός μηδενίστηκε).
Την επόμενη περίοδο 1962-63 έρχεται προπονητής μας ο κος Σωτήρης Καρποδίνης. Ο «δάσκαλος» κυρ Σωτήρης γυρίζει μόνιμα τον Μήτσο στην άμυνα γιατί «ΕΙΣΑΙ ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ ΓΙΑ ΣΤΟΠΕΡ» όπως του είπε. «Κατά το μεγαλύτερο μέρος, τη ποδοσφαιρική μου καριέρα, τη χρωστάω στον προχωρημένο για την εποχή μας αλλά «σκληρό» προπονητή κύριο Καρποδίνη» έχει δηλώσει κατ’ επανάληψη ο «Δημητράκης».
Παρ’ ότι δεν ήταν από την εμφάνιση θηριώδης αμυντικός – είχε όμως κάτι αστράγαλους λες και ήταν καμωμένοι από μπετόν αρμέ – είχε εφαρμόσει και στην πράξη το γνωστό νόμο: ‘Η ο παίκτης (θα περάσει) ή η μπάλα. ‘Ήταν πολύ σοβαρός στη θέση του ο Μήτσος. Είχε δε μεγάλη σταθερότητα στην απόδοσή ταυ. ‘Ήταν μια αξιόπιστη λύση στο κέντρο της άμυνας. Η πρώτη μπαλιά του – στα χαφ – ήταν σίγουρη, ψύχραιμη και τεχνική. (Έχω προσωπική γνώμη γιατί παίξαμε αρκετά χρόνια κεντρικό δίδυμο – λίμπερο με στόπερ).
Ο Μήτσος διακρίθηκε και για το δυναμισμό, το μεγάλο του ΠΑΘΟΣ και μαχητικότητα – ειδικά στα εκτός έδρας παιχνίδια. Παίκτης των «ειδικών αποστολών», κατάφερνε πάντα να περιορίζει τους επικίνδυνους «φουνταριστούς» αντιπάλους. ‘Έχει δώσει ομηρικές μάχες με Δαβουρλή – ήταν μαζί στην εθνική ενόπλων- και Μιχαλόπουλο. Επίσης, με Κουτσογιώργο (Άρτας), Αναγνωστόπουλο (Παναρκαδικός), Βουζουνεράκη – Μαχλά (ΟΦΗ), Αλβαρέζ (ΠΑΣ) και άλλους.
Ο Μήτσος τίμησε και με το παραπάνω την κίτρινη φανέλα, ήταν δε ο στυλοβάτης της άμυνας – όπως και ο αλησμόνητος Γιακουμής στην επίθεση – στην θριαμβευτική πορεία του Παναιτωλικού μας προς την άνοδο στην Α’ Εθνική – περίοδος ’74-’75. O Μήτσος Μπάθας διορίστηκε στον ΟΤΕ – κατάστημα Μεσολογγίου – παράλληλα γνώρισε την εξαίρετη «Ελένη του» – μετέπειτα γυναίκα του – την οποία δεν ήθελε να χάσει με τίποτα και 35 χρόνια τώρα ζει στο Μεσολόγγι.
Στο τέλος του εκτός έδρας αγώνα με τον Φωκικό (σ.σ. το κείμενο είναι παλαιότερης εποχής) που χάσαμε – λόγω βροχής μοιραστήκαμε την ίδια ομπρέλα – ψιθύριζε πικραμένος:
«Σήμερα με πείραξε περισσότερο και από την ήττα αυτή η απογοήτευση και η απαισιοδοξία που είδα αποτυπωμένη στα πρόσωπα αυτής της λαοθάλασσας που ακολούθησε την ομάδα. Το ημίχρονο έπρεπε να τελειώσει με 1-3. ‘Ήμασταν πολύ άτυχοι. Να το Θυμάσαι – μου λέει. Φέτος ο Παναιτωλικός θα βγει γιατί και καλή ομάδα έχει, και καλό προπονητή, έχει δε όλα τα καλά από τη διοίκηση και το σπουδαιότερο, ιδανική υποστήριξη από τον υπέροχο κόσμο μας».
Στην ίδια ψυχολογική θέση βρεθήκαμε τη χρονιά 74—’75 – υπενθυμίζω βγήκαμε στην Α’ Εθνική – όταν χάσαμε (εκτός έδρας) από τον ήδη υποβιβασμένο Α.O. Πάτραι 2-1 – το γκολ ο Γκανιάτσας. Τότε «πένθησε», πανικοβλήθηκε και απογοητεύτηκε όλη η Αιτωλοακαρνανία. Θυμάμαι, ότι μετά από αυτό το παιχνίδι, έκανα μια δήλωση που μεταδόθηκε – το ίδιο βράδυ – από την Αθλητική Κυριακή και η οποία είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Για τους ποδοσφαιριστές: Αυτοπεποίθηση και περισσότερο ΠΑΘΟΣ. Για το λαό μας: Είναι νωρίς ακόμη. Εμπιστοσύνη στην ομάδα, αισιοδοξία και ΨΗΛΑ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ».
*Το αφιέρωμα είχε δημοσιευθεί παλαιότερα στο YELLOW POWER
This website uses cookies.
Read More