Ο σπουδαίος Πέτρος Μίχος, γυρνά το χρόνο πίσω και αφηγείται ιστορίες από τη θρυλική του διαδρομή στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής του Παναιτωλικού μίλησε στη SportDay για την πορεία του που ξεκίνησε από το Αγρίνιο.
«Γεννήθηκα στο Αγρίνιο το 1959, 15 Φεβρουαρίου, Παναγοπούλου 35 ήταν το σπίτι μας και στην ενορία της Αγίας Τριάδας. Το λέω αυτό γιατί στα δικά μου χρόνια, εμείς ξεκινήσαμε να παίζουμε ποδόσφαιρο και γενικά διάφορα αθλήματα στην ενορία μας και υπήρχαν και παιχνίδια μεταξύ των ενοριών. Κάναμε τα μίνι πρωταθλήματα και μέσα από αυτή τη διαδικασία σε πληροφορώ ότι έχουν “ξεπηδήσει” πάρα πολλοί αθλητές και φυσικά και ποδοσφαιριστές».
«Ακριβώς. Η γειτονιά που τότε υπήρχε».
«Είχα την τύχη, γιατί παίζει ρόλο η τύχη σε όλα τα πράγματα, να με δει σε κάποιους αγώνες, ένας άνθρωπος, ο Γρηγόρης Μπενέκας, που ήταν γυμναστής. Μετέπειτα στον Παναιτωλικό τον είχα επίσης κοντά μου. Με είχε δει λοιπόν σε κάποιους αγώνες στίβου, όπου στο ξερό γήπεδο του Παναιτωλικού τρέχαμε από την μία εστία στην άλλη. Εγώ είχα τερματίσει πέμπτος στους σχολικούς αγώνες, αλλά ήμουν μόλις 13 ετών και τα άλλα παιδιά ήταν μεγαλύτερα. Στο τέλος της κούρσας με φώναξε γιατί είχε μάθει την ηλικία μου. Στη συνέχεια ήρθε και στο σπίτι, γιατί μέναμε κοντά και μίλησε με τους γονείς μου για να πάρει την άδειά τους. Πήγαινα λοιπόν στο περίφημο… Βοϊδολίβαδο που λέγαμε εμείς οι Αγρινιώτες, όπου μετέπειτα έγινε το στάδιο της πόλης. Ήθελε να με κάνει σπρίντερ γιατί είχε δει το μυϊκό μου σύστημα».
«Το σχολείο μου, “Θεοδωρόπουλου” που ήταν ιδιωτικό, ήταν ακριβώς δίπλα από το γήπεδο του Παναιτωλικού. Οπότε εκεί παίξαμε σχολικούς αγώνες στο γυμνάσιο και εκεί ήρθε ένας άλλος άνθρωπος που δεν είναι πια στη ζωή. Ο Νίκος Κουτσογιάννης».
«Μας άρπαξε τότε πολλά παιδιά και μας έβαλε στα τσικό του Παναιτωλικού. Ήμασταν 55 παιδιά. Δεν είχε καμία εντολή από την ομάδα, αλλά το είχε μεράκι. Μείναμε περίπου 35 και έμεινα κι εγώ μαζί του. Με κρατούσε ατελείωτες ώρες και δουλεύαμε, γιατί είδε ότι άντεχα. Συνέχισα και πήγαινα στίβο και μόλις τελείωνα από εκεί, αμέσως συνέχιζα με το ποδόσφαιρο. Επειδή ήμουν γρήγορος, ο Κουτσογιάννης με έβαζε δεξί μπακ. Δεν είχα καλή τεχνική, αλλά με δούλευε πολύ».
«Εκείνη την εποχή συνήθιζαν οι ομάδες να παίζουν τα “οικογενειακά” διπλά. Προπονητής στην πρώτη ομάδα ήταν ο Γιώργος Χασιώτης και είχε φτιάξει ομάδα και με παίκτες από το Αγρίνιο, αλλά και εκτός Αγρινίου. Ήταν δυνατή και η διοίκηση της ομάδας. Ανέβηκε με αυτούς ο Παναιτωλικός στην Α’ Εθνική και ο Χασιώτης με πήρε στην πρώτη ομάδα και με έβαζε. Μου έδινε λεπτά συμμετοχής σαν δεξί μπακ.
Όταν ανέβηκε η ομάδα, άλλαξε και το επίπεδο και έπρεπε να παρθούν αποφάσεις. Έλεγαν ότι: “πρέπει να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε με τους μικρούς”. Τότε υπήρχαν ακόμα ο Γιώργος Παππάς και ο Λεωνίδας Κωστόπουλος, εξαιρετικοί παίκτες γενικά και δεν θέλω να αδικήσω κανέναν. Στο συμβούλιο λοιπόν έλεγαν για το που θα πάνε οι μικροί δανεικοί και “έπεσε” και το όνομά μου. Εκεί λοιπόν έβαλε βέτο ο Κουτσογιάννης πως αν φύγω εγώ, τότε θα φύγει κι εκείνος από την ομάδα».
«Τότε ο Παναιτωλικός είχε έναν εξαιρετικό σέντερ μπακ, τον Γλυκοκάλαμο, ο οποίος έκανε μεγάλη καριέρα και τώρα είναι στο νησί του. Επίσης είχε έρθει ο Σιακούφης από την Άρτα. Υπήρχε και ο Μπάθας. Ένας από αυτούς ήταν τιμωρημένος και είχε τραυματιστεί και ο Χιλ, ο οποίος έπαιζε δεξί μπακ. Οπότε έπαιξα το πρώτο μου παιχνίδι δεξί μπακ, πάνω στον Μίμη Παπαϊωάννου. Πρώτο μου παιχνίδι στο Αγρίνιο με αντίπαλο την ΑΕΚ και πάνω στον Μίμη. Το φαντάζεσαι; Ο πατέρας μου ΑΕΚτζής στο μεταξύ.
Θόλωσε το μυαλό μου. Αν σου πω αν έπαιζα ή όχι, δεν θυμάμαι. Ξαφνικά από την ενορία, την αλάνα, μέσα σε ένα χρόνο επαγγελματίας και βασικός στον Παναιτωλικό και κόντρα στον Παπαϊωάννου. Στο επόμενο παιχνίδι δεν έπαιξα και στο επόμενο εντός έδρας, είχε γίνει κάτι που δεν θέλω να το σχολιάσω και για “χ” λόγους τιμωρείται ο Γλυκοκάλαμος με 17 αγωνιστικές. Στο μεταξύ είχε έρθει προπονητής ο Στέφανος Μπόμπεκ και αποφασίζει να με κάνει σέντερ μπακ. Έτσι μπήκα και έπαιξα στόπερ. Ζούσα πλέον ένα όνειρο».
«Το απολάμβανα. Ξαφνικά με γνώριζαν όλοι στην πόλη, αλλά και στο σχολείο είχα γίνει δημοφιλής. Ήμουν όμως και προσγειωμένος και λόγω των γονιών μου, αλλά και του νονού μου. Ήρθε τότε και η πρώτη κλήση στην Εθνική Νέων, σε ηλικία 16 ετών, από τον Στέφανο Πετρίτση και πήγα στο Ισραήλ. Μετά πέρασα και από έναν άλλο δάσκαλο, τον Κώστα Καραπατή ο οποίος ήταν προπονητής στην Εθνική Ελπίδων. Άρχισε να γίνεται “σούσουρο” γύρω από το όνομά μου και άρχισαν να έρχονται να με βλέπουν. Πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου μέσα στο γήπεδο έπαιξαν οι σπουδαίοι συμπαίκτες που είχα».
«Με τον Ράμμο μας έβγαλαν “αγριάνθρωπους” στο Αγρίνιο, όμως δεν είμαστε. Αυτό φαίνεται και στην τωρινή εποχή, όπου η διοίκηση Κωστούλα έχει κάνει τον Παναιτωλικό πρότυπο»
«Εκεί έχουν γίνει πολλά. Παίξαμε δύο χρόνια στην Α’ Εθνική και σωθήκαμε την πρώτη χρονιά, αλλά τη δεύτερη δεν τα καταφέραμε. Στο παιχνίδι με τον ΠΑΟΚ, ο κόσμος ήταν εξαγριωμένος, γιατί είχε προηγηθεί μια άλλη αδικία στο ματς με τον Παναθηναϊκό. Ο διαιτητής ήταν ο ίδιος. Ο Ράμμος. Η διοίκηση είχε βγάλει μια ανακοίνωση ζητώντας την αντικατάστασή του, αλλά ο διαιτητής έλεγε πως δεν καταλαβαίνει από έδρες και θα παίξει κανονικά το παιχνίδι.
Στα πρώτα δύο φαλτσοσφυρίγματα, άρχισε το γήπεδο να “βράζει”. Οι παίκτες του ΠΑΟΚ και εμείς δεν τσακωθήκαμε καθόλου. Σιγά σιγά άρχιζαν να “λυγίζουν” τα κάγκελα μέχρι που έπεσαν. Στο τέλος του αγώνα, μπήκε όλος ο κόσμος μέσα. Καταφέραμε να προστατέψουμε τους παίκτες του ΠΑΟΚ, αλλά δεν προλάβαμε να προστατέψουμε τον ίδιο. Μάλλον όμως χτύπησε από κάποια κλωτσιά. Μας έβγαλαν “αγριάνθρωπους” στο Αγρίνιο, όμως δεν είμαστε και αυτό φαίνεται και στην τωρινή εποχή, όπου η διοίκηση Κωστούλα έχει κάνει τον Παναιτωλικό πρότυπο».
«Ήταν προπονητής ο Κουτσογιάννης πάλι και γύρισα περισσότερο για να βοηθήσω την ομάδα που ήταν στην Γ’ Εθνική. Είχαμε συσπειρωθεί όλη γύρω από το σύλλογο. Είχε ήδη γυρίσει και ο Χρήστος ο Βασιλείου, ο οποίος έπαιζε πλέον σέντερ φορ. Παικτάρα μεγάλη ο Χρήστος. Το ταλέντο που είχε αυτός, λίγοι παίκτες στην Ελλάδα το είχαν και αν είχε μυαλό θα είχε παίξει σε ακόμα μεγαλύτερο επίπεδο. Εν πάσει περιπτώσει, ανέλαβα παίκτης – προπονητής και ανεβάσαμε την ομάδα. Έφερα παίκτες στο Αγρίνιο, όπως ο Δελακάς και ο Ζαχαρόπουλος, ο Σμυρνής, ο Παπαχρήστος ένα από τα καλύτερα δεκάρια, τον Σάββα Καρυπίδη από την Ξάνθη. Επίσης ο Μάκης ο Μπελεβώνης που ήταν μικρό παιδί τότε. Είχα τότε γυμναστή τον Τσίτο και είχα τη φιλοσοφία ότι η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση. Παίξαμε πολύ ωραίο ποδόσφαιρο. Φτάσαμε ένα βήμα πριν την Α’ Εθνική. Εγώ δεν δεχόμουν κάποια πράγματα και όταν χάσαμε στη Νίκη Βόλου ήθελα να φύγω».
«Εκεί πριν βγούμε στο γήπεδο, μπήκα στα αποδυτήρια και βρήκα τον αντιπρόεδρο να μιλάει στους παίκτες. Τον ρώτησα τι θέλει εκεί και μου είπε ότι ήθελε απλά να μιλήσει στους παίκτες. Του ζήτησα να βγει ευγενικά έξω, αλλά δεν βγήκε. Τότε μίλησα στους παίκτες, για να τους φρεσκάρω κάποια πράγματα στη θεωρία, αλλά είπα και στον αντιπρόεδρο ότι θα τα πούμε μετά το παιχνίδι. Χάσαμε τελικά 1-0 και στο λεωφορείο μπήκα, αλλά είχα ειδοποιήσει την κοπέλα μου τότε να με περιμένει στη Λαμία. Εκεί σταμάτησε η ομάδα για φαγητό κι εγώ έφυγα με το αυτοκίνητο. Με πήρε την άλλη μέρα ο πρόεδρος ο Χαρδαλιάς και μου είπε: “Τι κάνεις ρε Πέτρο”; “Πρόεδρε εγώ δεν έχω λεφτά να σου δώσω, ο αντιπρόεδρος έχει λεφτά και έχει τα έχει βάλει στην ομάδα, οπότε πρέπει να κρατήσεις αυτόν”, του είπα. Με ρώτησε ποιον να πάρει προπονητή και του είπα αν θέλει να κάνει μια συζήτηση με τον Αναστόπουλο. Έτσι έγινε προπονητής ο Νίκος στον Παναιτωλικό. Στο Άργος όλοι οι Αγρινιώτες ήμασταν εκεί, αλλά δεν καταφέραμε να πάρουμε το παιχνίδι και να πάρουμε την άνοδο. Μετά από χρόνια ήρθε ένας άνθρωπος, ο Κωστούλας και άλλαξε τον ρου της ιστορίας του Παναιτωλικού.»
This website uses cookies.
Read More