ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Του Βασίλη Σταρακά: Ο… μάντης Κάλχας

Από τον Βασίλη Σταρακά, παλαίμαχο ποδοσφαιριστή του Παναιτωλικού.

Έχω ξαναγράψει ότι με τους συνομήλικούς μου και συμπαίκτες στον Παναιτωλικό Δημήτρη Μπάθα – στόπερ  και Θεόφιλο -Λαλάκη- Ντόκα – τερματοφύλακα, γεννηθέντες και οι τρεις μας το 1944, ξεκινήσαμε μαζί την ποδοσφαιρική μας πορεία στον Παναιτωλικό από την ηλικία των 13ων ετών, όταν και ενταχθήκαμε στα τμήματα υποδομής -τσικό.

Γνωριζόμασταν ήδη από τα «χωράφια», όταν ο καθένας μας έπαιζε ποδόσφαιρο με την ομάδα της γειτονιάς του – μικρό τότε το Αγρίνιο. Κατά σύμπτωση, και οι τρεις αποσυρθήκαμε από την ενεργό δράση στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1970, όντας βασικά στελέχη της ομάδας, για διαφορετικούς προσωπικούς λόγους ο καθένας.

Μία από τις εντεκάδες των «τσικό» του Παναιτωλικού που προπονούσε ό Ιταλός προπονητής Λουίτζι Ροσελίνι. Η φωτογραφία είναι τη σεζόν 1958-59.

Για το ότι παραμένουμε «δεμένοι» μεταξύ μας αλλά και με την «κίτρινη» φανέλα, δεν το συζητάμε, άλλωστε είναι ο όρκος που δώσαμε, και φυσικά ακόμη κρατάμε, όταν πρωτομπήκαμε στα αποδυτήρια καλεσμένοι από τον Ιταλό προπονητή Λουίτζι Ροσελίνι, που τις ελεύθερες ώρες του γυρνούσε στις γειτονιές της πόλης μας, και όπου παιζόταν ποδόσφαιρο έκανε στάση, αξιολογούσε μικρούς σε ηλικία παίκτες και τους καλούσε στο τμήμα υποδομής του συλλόγου.

Στα 2μιση χρόνια θητείας του στον Παναιτωλικό – από τα μέσα της σεζόν 1958-59 έως και το τέλος της σεζόν 1960-61 – ο Λουίτζι προώθησε στην ανδρική ομάδα, η οποία αγωνίζονταν στην δοκιμαστική Β’ Εθνική κατηγορία, πάρα πολλούς παίκτες από το τμήμα νέων που είχαν οργανώσει οι προηγούμενοι προπονητές. Παράλληλα, και ο ίδιος, χρόνο με το χρόνο ενίσχυε συνεχώς την ομάδα νέων από το παιδικό τμήμα – τσικό που προπονούσε.

Ο Λουίτζι, όπως στη συνέχεια και οι προπονητές Βασίλης Κοσκινάς, Σωτήρης Καρποδίνης, Χάρυ Αουρέτνικ, είχαν σαν βασική τους αρχή, όταν ο στόχος της ομάδας είχε χαθεί και η παραμονή στην κατηγορία ήταν εξασφαλισμένη, να προωθούν νέα παιδιά στην ομάδα και όχι να συγκεντρώσουν βαθμούς που δεν προσέφεραν τίποτα στο σύλλογο. Σημειώνω ότι οι παραπάνω προπονητές δεν είχαν την παραμικρή βοήθεια από συνεργάτες, όπως π.χ. βοηθούς προπονητές, γυμναστές κλπ. αλλά επίσης, όλα τα τμήματα από το τσικό έως την ανδρική ομάδα τα προπονούσαν οι ίδιοι, τόσο για τη φυσική κατάσταση όσο και για την τεχνική τους κατάρτιση. Ακούραστοι προπονητές, όλη μέρα στο γήπεδο και πλήρως καταρτισμένοι στα μυστικά του ποδοσφαίρου.

Ο Μήτσος Μπάθας και ο Βασίλης Σταρακάς παρακολουθούν έναν εκτός έδρας αγώνα του Παναιτωλικού στην έδρα του Φωκικού.

Τελειώνοντας, έχω να πω ότι σήμερα οι επικεφαλής προπονητές βρίσκουν ταλέντα εντελώς ξεκούραστα από τις ακαδημίες των συλλόγων τους, και εφ’ όσον ενδιαφέρονται να αφήσουν έργο στο σύλλογο, προτεραιότητά τους θα πρέπει να είναι η συστηματική προώθηση νέων σε ηλικία παικτών, γαλουχημένων με τα ιδανικά του συλλόγου τους, και όχι το μάζεμα βαθμών χωρίς κανένα αντίκρισμα. (Βέβαια απαραίτητη είναι και η συμπαράσταση των φιλάθλων στα νέα παιδιά).Γιατί λοιπόν οι ιδιοκτήτες σωματείων να τρέχουν σε ανατολή και δύση κάθε χρόνο για δαπανηρές μεταγραφές;

Ας έρθουμε όμως στο θέμα μας. Ο Δημήτρης Μπάθας – Μήτσο τον φωνάζουμε ακόμα οι φίλοι – εκτός από προληπτικός είχε και μια τάση ονειρομαντείας. Πίστευε ότι τα όνειρά του πρόλεγαν τα μέλλοντα. Ως συνήθως οι… μαντικές του ικανότητες περιορίζονταν γύρω από τον αγώνα της Κυριακής (Όλοι οι αγώνες τότε, τη δεκαετία του 1960, Α’ και Β’ Εθνικής διεξάγονταν πάντα Κυριακή και μάλιστα την ίδια απογευματινή ώρα. Τα αποτελέσματα ανακοινώνονταν στις 8 το βράδυ από το κρατικό ραδιόφωνο και την εκπομπή «η ώρα των σπορ»). Όσο πλησίαζε η Κυριακή, τόσες περισσότερες λεπτομέρειες για τον δικό μας αγώνα ακούγαμε από τον μάντη… Μήτσο Μπάθα.

Δεκέμβριος 1963 ημέρα Σάββατο πρωί – πρωί η αποστολή του Παναιτωλικού αναχώρησε για τη Ρόδο για τον επικείμενο αγώνα την επόμενη μέρα με τον Ροδιακό. Όσοι μαθητές είμασταν στην αποστολή για τη Ρόδο κάναμε την κλασσική… κοπάνα γιατί τότε όλα τα σχολεία λειτουργούσαν και το Σάββατο. Μπάθας Μήτσος, Τάκης Παπαποστόλου, Θεόφιλος Ντόκας, Πάνος Λάγγαρης, Θεόδωρος Σταμάτης, Χρίστος Σταυρόπουλος και φυσικά εγώ είχαμε εξασφαλισμένες τις Σαββατιάτικες απουσίες.

Το ταξίδι της Ρόδου, που για εμάς ήταν για πολλούς λόγους το πιο ευχάριστο της σεζόν, διαρκούσε 3 ημέρες, καθώς από Ρόδο για Αθήνα υπήρχε μόνο μία πτήση την Κυριακή, την ώρα του αγώνα. Η Ρόδος είχε τότε μόνιμα στην Β’ Εθνική τον Ροδιακό και τον Διαγόρα  – πολύ καλές ομάδες και οι δύο – και κατά περιόδους είχε και τρίτη ομάδα, πότε τον Δωριέα, πότε τον Φοίβο Κρεμαστής. Έτσι λοιπόν, κάθε χρόνο, 2 με 3 ταξίδια στη Ρόδο τα είχαμε σίγουρα.

Ο Θεόφιλος Ντόκας με το Βασίλη Σταρακά σε εκτός έδρας αγώνα του Παναιτωλικού την δεκαετία του 1960.

Σάββατο πρωί λοιπόν όπως προ είπα, ξεκινάμε από την πλατεία Μπέλλου, με ένα από τα πράσινα λεωφορεία της εποχής για το αεροδρόμιο του Ελληνικού, από όπου με πτήση της Ολυμπιακής θα πηγαίναμε στη Ρόδο. Οδηγός του λεωφορείου, ο φίλαθλος Πάνος Πρεβεζάνος.

Όταν περάσαμε το φέρρυ μποτ και ξενυστάξαμε λίγο μέσα στο λεωφορείο, φτιάξαμε τη συνηθισμένη ευχάριστη ατμόσφαιρα που είχαμε πάντα στα ταξίδια μας, με ανέκδοτα, πειράγματα και τραγούδια με συνοδεία κιθάρας που έπαιζε ο Τάκης Παπαποστόλου. Σε μια διακοπή, ο Μήτσος Μπάθας καλεί με ένα συνθηματικό νεύμα να πάμε όλοι οι μαθητές στο τελευταίο κάθισμα του λεωφορείου. Εκεί με ύφος… μάντη Κάλχα άρχισε να μας αραδιάζει τι θα συμβεί το τριήμερο σύμφωνα με την εξήγηση που ο ίδιος έδωσε στο πρόσφατο όνειρό του.

Λίγο – πολύ μας είπε πως όλη η αποστολή θα ζήσει πρωτόγνωρα άσχημα γεγονότα. Βροχή τώρα οι ερωτήσεις από εμάς: Ρε Μήτσο, μέσα σε όλα τα άλλα, προβλέπεις και ήττα; Αυτή ήταν η πρώτη ερώτηση που μας έκαιγε. «Πάντως δεν βλέπω νίκη», απαντά ο…μάντης Μήτσος (Ο Μήτσος ήταν από τους παίκτες που δεν ήταν καθόλου ηττοπαθής, αλλά απεναντίας ένας τσαμπουκάς στόπερ). «Τι άλλο κρύβει το όνειρό σου ρε… αστρολόγε;» τον ρώτησε το πειραχτήρι ο Ντόκας. Θα σας καλέσω πάλι αργότερα, είπε ο Μήτσος, θέλω να βάλω σε τάξη αυτά που είδα, και προσοχή μη μάθει τίποτα ο Βασίλης Μήτσου και με αρχίσει στις… φάπες.

Φτάνοντας στο Κιάτο, το λεωφορείο έκανε μια στάση σε μια διασταύρωση για να περάσει μια κηδεία. (τότε ο δρόμος Αγρίνιο – Αθήνα περνούσε μέσα από τις πόλεις και τα χωριά της διαδρομής). Ο Μήτσος ταράχτηκε, μας συγκέντρωσε πάλι και μας ανάγγειλε ότι τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα από ότι μας είχε πει προηγουμένως. Δηλαδή ρε Μήτσο πόσο χειρότερα, σε σημείο να πέσει και το αεροπλάνο; Ήταν η ερώτηση του Παπαποστόλου. Τάκη, πάρε την κιθάρα και παίξε κάτι εύθυμο απάντησε ο μάντης Μήτσος.

Πράγματι, ο Τάκης πήρε την κιθάρα και ξεκίνησε με τα τραγούδια του Γούναρη, που ήταν και επιθυμία του συνοδού μας και συμβούλου Γιάννη Αθανασόπουλου – Βιβλιοπώλης στην Παπαστράτου. (Τον καλόπιανε ο Τάκης για να μας δώσει και καμμιά προκαταβολή από το μηνιάτικο για να ψωνίσουμε κανένα δωράκι τη Δευτέρα που είμασταν ελεύθεροι μέχρι το απόγευμα που θα αναχωρούσαμε από το νησί).

Ήρθε όμως η Κυριακή, και ενώπιων χιλιάδων θεατών ξεκίνησε ο αγώνας στο πανέμορφο γήπεδο της Ρόδου – πρώην ποδηλατοδρόμιο – ένα γήπεδο στολίδι για την πόλη με τις μαρμάρινες εξέδρες που κατασκευάστηκε από Ιταλούς τεχνίτες κατά την Ιταλοκρατούμενη περίοδο της Δωδεκανήσου. Είχαμε φτάσει στο 88ο λεπτό και το αποτέλεσμα, παρ’ όλη την πίεση που δεχόμασταν στα τελευταία λεπτά, παρέμενε στο 0-0. Δύο λεπτά ακόμα και η ισοπαλία θα ήταν μια σχετική επιτυχία για εμάς, και όπως μας έταξε ο προπονητής μας, εφ’ όσον δεν χάναμε, θα είχαμε κάποιες ώρες ελεύθερες το βράδυ για ντόλτσε – βίτα.

Πέρασε ακόμη ένα λεπτό και η μπάλα από σουτ ενός αντιπάλου επιθετικού βγαίνει άουτ. Αναλαμβάνει να το χτυπήσει ο τερματοφύλακάς μας Θεόφιλος Ντόκας. Το χτύπημα είναι αδύναμο, και προτού η μπάλα βγει έξω από τη μεγάλη περιοχή τρέχει ο αμυντικός μας Ανδρέας Γιαννόπουλος, την πιάνει με τα χέρια και την στήνει ξανά στο ίδιο σημείο για να ξαναχτυπηθεί το άουτ, όπως ακριβώς όριζε τότε ο Κ.Α.Π. (Κανονισμός Αγώνων Ποδοσφαίρου). Καμμιά παράβαση λοιπόν, ίσως κάποια παρατήρηση του διαιτητή για σκόπιμη καθυστέρηση. Ήταν μια τακτική που εφάρμοζαν όλες σχεδόν οι ομάδες στα τελευταία λεπτά του αγώνα για καθυστέρηση, εφ’ όσον βέβαια το σκορ τους ευνοούσε.

Μόλις έπιασε την μπάλα ο Αντρέας, προς γενική κατάπληξη ποδοσφαιριστών και φιλάθλων, ο διαιτητής σφυρίζει πέναλτι! Περικυκλώνουμε τον άσχετο από κανονισμούς διαιτητή και παρ’ ολίγο να τον λιντσάρουμε. Έρχεται η αστυνομία για την προστασία του και αρχίζουμε τσακωμό και με αυτούς. Ο Κουτσογιάννης και ο Μήτσου – μαινόμενοι ταύροι – γλύτωσαν το αυτόφωρο γιατί τον αγώνα τον παρακολουθούσε ο υποστράτηγος διοικητής Δωδεκανήσου Αγρινιώτης Γιάννης Πύρρος (αδελφός του πολύ γνωστού φαρμακοποιού Κωνσταντίνου Πύρρου), που λόγω των επεισοδίων κατέβηκε στον αγωνιστικό χώρο. Αμετάπειστος ο διαιτητής και μετά από μεγάλη καθυστέρηση, το πέναλτι χτυπήθηκε εύστοχα. Ζούμε πραγματικά μια τραγωδία. (Την επόμενη Δευτέρα ο διαιτητής διεγράφη).

Στη σάλα του ξενοδοχείου ο…Κάλχας Μήτσος έδωσε ρέστα. Με μια πικρή αυτοϊκανοποίηση μας είπε ψιθυριστά – για να μην ακούσουν οι μεγάλοι – «σας τα είπα εγώ έτσι δεν είναι; Να ξέρετε πως τα βάσανά μας δεν τελείωσαν ακόμα, έρχονται κ άλλα», και απευθυνόμενος σε μένα, κάπως ενοχλημένος, μου λέει: Τώρα τι λες ρε «κουτσομπόλη» – αυτό ήταν το παρατσούκλι μου – που σε όλο το ταξίδι με ειρωνευόσουν για τις προβλέψεις μου; Τι να πώ τέτοια ώρα ρε Μήτσο, απάντησα εγώ, άσε πρώτα να περάσει το «μνημόσυνο».

Δευτέρα απόγευμα στο αεροδρόμιο πριν την αναχώρηση είμαστε σε αναμονή για έλεγχο και από το μεγάφωνο καλούν 3 συμπαίκτες μας να περάσουν από το γραφείο του τελώνη: Τον Κώστα Καλύβα, τον Φάνη Ζαρκαβέλη και τον Μήτσο Μπάθα. Σε λίγο, ο αρχηγός της αποστολής μας, μας πληροφορεί ότι με απόφαση του τελώνη και οι 3 είναι κρατούμενοι για… λαθρεμπόριο, γιατί σε έρευνα που τους έγινε είχαν περισσότερα αφορολόγητα εμπορεύματα από το επιτρεπτό όριο.

Να ενημερώσω εδώ μέχρι και τη δεκαετία του 1960 κάποια εισαγόμενα εμπορεύματα από την Ιταλία – ρούχα, ομπρέλες, αρώματα, αδιάβροχα κλπ. ήταν πάμφθηνα στη Ρόδο, γιατί ήταν αφορολόγητα λόγω ειδικού φορολογικού καθεστώτος κράτους – Δωδεκανήσων. Για να μεταφέρεις όμως αυτά τα εμπορεύματα εκτός Δωδεκανήσων έπρεπε να πληρώσεις δασμούς στο τελωνείο. Και κάτι άλλο: όλες οι ποδοσφαιρικές αποστολές είχαν πάντα ένα χαλαρό έλεγχο και ποτέ δεν είχε παρουσιαστεί κάποιο πρόβλημα. Όπως μάθαμε στην περίπτωσή μας έγινε επώνυμη καταγγελία από έμπορο που ψωνίζαμε ομαδικά τις προηγούμενες φορές, ενώ αυτή τη φορά είχαμε πάει σε διπλανό του για φτηνότερα.

Μια ομάδα ποδοσφαιριστών από την  αποστολή του Παναιτωλικού για τον αγώνα με τον Ροδιακό, στη Ρόδο, τη σεζόν 1962-63

Παρά τις διαμαρτυρίες μας, ο τελώνης ήταν ανένδοτος. Σε λίγο περάσαμε έναν συνηθισμένο τυπικό έλεγχο και αμέσως αναγγέλλεται η επιβίβαση. Οι 3 συμπαίκτες μας όμως άφαντοι. Ενώ κατευθυνόμασταν προς το αεροπλάνο, ακούγεται πίσω μας ένα εκκωφαντικό φρενάρισμα αυτοκινήτου. Ήταν μια σιδηρόφρακτη κλούβα της αστυνομίας για τη μεταφορά εγκληματιών, η οποία στάθμευσε με αναμμένη τη μηχανή στο πίσω μέρος της αίθουσας του τελωνείου. Με έκπληξη βλέπουμε τους 3 συμπαίκτες μας, με γρήγορο βηματισμό, συνοδευόμενοι από χωροφύλακες να επιβιβάζονται σε αυτή. Λίγο πριν ξεκινήσει η κλούβα με φωνάζει ο Μπάθας, και από ένα παραθυράκι με χοντρό συρματόπλεγμα μου λέει: «Πάρτο να το δώσεις αύριο. Το περιμένει» (Ήταν ένα φτηνό δαχτυλιδάκι, που ίδιο πήραμε όλη η…παλιοπαρέα για να το κάνουμε δώρο σε κάτι…ψυχές που στα διαλλείματα, εμείς από το προαύλιο του Γυμνασίου Αρρένων και αυτές από την ταράτσα του θηλέων επικοινωνούσαμε στην… νοηματική γλώσσα.

Ξεκινώντας με ταχύτητα η κλούβα, προφανώς για κάποιο αστυνομικό τμήμα της πόλης, έκανε μια στάση μέχρι να σηκωθεί η μπάρα της πύλης εξόδου από το τελωνείο. Νάσου πάλι ο Μήτσος με κάτι αγριοφωνάρες με ξανακαλεί. Τρέχω, τον προφταίνω και μου λέει: «Άπιστε Θωμά, εσύ θα έπρεπε να είσαι στη θέση μου, μπας και έβαζες μυαλό και στο εξής να με πίστευες. Πες στα παιδιά, μικρούς και μεγάλους, ότι τα είχα προβλέψει όλα και στο εξής όταν σας λέω κάτι, δεν  θέλω ειρωνείες και σχόλια, αλλά να κάνετε τον…μούτο. Δεν θυμάμαι τι του απάντησα, εκείνο όμως που θυμάμαι είναι ότι από το ταξίδι αυτό γυρίσαμε όλοι προληπτικοί και ονειρομάντεις.

Τα παρακάτω είναι λόγια ενός εκ των τριών, του Ζαρκαβέλη: «Από το αστυνομικό τμήμα που μας μετέφεραν, επικοινώνησα με τον πρόεδρο του Ροδιακού. Σε λίγο ήρθε όλο το συμβούλιο, καθώς και παίκτες. Πλήρωσαν το πρόστιμο και των τριών – εμείς δεν είχαμε ούτε μια δραχμή καθώς τα είχαμε ψωνίσει όλα – και με συνοπτικές διαδικασίες ο Διοικητής μας άφησε ελεύθερους και όπως μας είπε την Τετάρτη το πρωί θα περάσουμε αυτόφωρο. Το βράδυ είμασταν φιλοξενούμενοι των ποδοσφαιριστών του Ροδιακού ενώ την Τρίτη όλη την ημέρα του Διαγόρα. Τις δύο αυτές ημέρες περάσαμε ζωή χαρισάμενη. Τετάρτη πρωί στο αυτόφωρο απαλλαχθήκαμε λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων.

Την Πέμπτη, όταν μπήκαμε στα αποδυτήρια μας για προπόνηση, ο Βασίλης Μήτσου – του οποίου τα περισσότερα αφορολόγητα που βρήκαν πάνω μου ήταν δικά του – μας υποδέχθηκε με τη φράση: Καλώς τους λαθρέμπορους! Ακολούθησαν φυσικά αγκαλιές και γέλια από όλους μας!».

This website uses cookies.

Read More